πετασώδη

πετασώδη
πετασώδης
hat-shaped
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
πετασώδης
hat-shaped
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
πετασώδης
hat-shaped
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πετασίτης — (petasites). Φυτό ποώδες, της οικογένειας των Συνθέτων. Αριθμεί περίπου 20 είδη, τα οποία ευδοκιμούν στις εύκρατες περιοχές του βορείου ημισφαιρίου. Οι π. έχουν μεγάλα, πλατιά φύλλα και άνθη σε τσαμπιά. Στην Ελλάδα ευδοκιμεί ο π. το υβρίδιο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”